πανέρ(η)μος

πανέρ(η)μος
-η, -ο
1. (για πρόσωπα), ο ολότελα μοναχός: Παιδιά δεν είχε, πέθανε και η γυναίκα του, έμεινε πανέρημος.
2. (για τόπους), ο χωρίς ανθρώπους, ζωή, κίνηση, ο ολότελα ρημαγμένος τόπος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”